υστεροποινος

υστεροποινος
    ὑστερόποινος
    ὑστερό-ποινος
    2
    карающий впоследствии
    

(Ἄτη, Ἐρινύς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υστεροποινος" в других словарях:

  • υστερόποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • ὑστερόποινον — ὑστερόποινος avenging after masc/fem acc sg ὑστερόποινος avenging after neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικόποινος — γυναικόποινος, ον (Α) αυτός που παίρνει εκδίκηση για γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ποινος < ποινή (πρβλ. τεκνόποινος, υστερόποινος)] …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»